Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εστρίς — ἐστρίς (Α) (επίρρ. αντί ἐς τρὶς) τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φράση ες τρις] … Dictionary of Greek
ἐστρίς — until three times indeclform (adverb) τρίς thrice poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)